μάρμαρο

μάρμαρο
Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή η παρουσία, έστω και σε μικρές ποσότητες, πυριτικών ορυκτών. Το μ. έχει σκληρότητα 2,5-3 στην κλίμακα Μος και πυκνότητα 2,5-2,6 gr/cm3. Στην κοινή γλώσσα και στη δομική τεχνική, ο όρος μ. αποκτά ευρύτερη έννοια, καθώς περιλαμβάνει όλα τα ασβεστολιθικά πετρώματα που μπορούν να στιλβωθούν και να χρησιμοποιηθούν στη δομική ως πετρώματα διακόσμησης. Στα μ. τα ίχνη της αρχικής στρώσης είναι γενικά εμφανή, ενώ, αντίθετα, είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθούν ίχνη απολιθωμάτων. Τα ορυκτά που συνυπάρχουν ως δευτερεύοντα είναι γενικά αυθιγενούς προέλευσης και δημιουργούνται από προσμείξεις ρευστές και ανακρυσταλλωμένες σε διάφορες ορυκτολογικές μορφές κατά τη διεργασία της διαγένεσης. Τα συνηθέστερα δευτερεύοντα συστατικά είναι ο χαλαζίας, ο αλβίτης (άστριος), ο μοσχοβίτης και ο γραφίτης. Η πιο πολύτιμη ποικιλία είναι το μ. που χρησιμοποιείται στη γλυπτική, λεπτόκοκκο, ολόλευκο, διαφώτιστο, το οποίο λαξεύεται άψογα, αλλά προσβάλλεται εύκολα από τους ατμοσφαιρικούς παράγοντες. Τα πιο φημισμένα μ. γλυπτικής προέρχονται από την Πάρο, την Πεντέλη καθώς και από ορισμένα λατομεία των Απουανών Άλπεων στην Ιταλία· αυτά τα μ. ήταν αντικείμενα εκμετάλλευσης από την αρχαιότητα. Το κοινό μ. είναι πιο χοντρόκοκκο από το προηγούμενο, ενώ το χρώμα του παρουσιάζει μια γκρι απόχρωση ή κυανότεφρη, ενώ φέρει ενίοτε έντονες φλέβες· αυτό το μ. είναι το πιο εύχρηστο ως δομικό υλικό. Όταν οι φλέβες ενός μ. είναι πολύ πυκνές, τότε αυτό ονομάζεται λευκό φλεβώδες μ. Από τις έγχρωμες ποικιλίες του μ. συνηθέστερες είναι το κυανότεφρο και ο σιπολίνης. Το πρώτο είναι γκρι και ανάλογα με το είδος των σχεδίων που σχηματίζουν τα πιο βαθύχρωμα τμήματα πάνω στα ανοιχτόχρωμα, χαρακτηρίζεται ως ταινιωτό, ζωνώδες, φλεβώδες, ποικιλόχρωμο κ.ά. Ο σιπολίνης περιέχει αρκετή ποσότητα τάλκη, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μία έντονη πράσινη απόχρωση στη λειασμένη επιφάνειά του. Πολλές ποικιλίες μ. (λατυποπαγή μ.) προέρχονται από μια διπλή δράση μεταμόρφωσης. Πρώτα κατατεμαχίζονται από δυναμικές δράσης και στη συνέχεια ανασυγκολλώνται με απόθεση ανθρακικού ασβεστίου μέσα στις ρωγμές. Τα μ. παρουσιάζουν διάφορα χρώματα και ποικιλίες, πολλές από τις οποίες απέκτησαν παγκόσμια φήμη, γιατί χρησιμοποιήθηκαν από την αρχαιότητα στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική (από τον 6o π.Χ. αι.)· ωστόσο απέκτησαν ιδιαίτερη αίγλη στην Αθήνα του Περικλή και στη Ρώμη του Αυγούστου. Το μ. χρησιμοποιήθηκε και κατά την ελληνιστική περίοδο, όπου, ειδικότερα στην Αλεξάνδρεια, κόσμησε αξιόλογα μνημεία, στα περισσότερα από τα οποία χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της επίθεσης ή της ψηφοθέτησης, που αργότερα επαναλήφθηκε από τους Ρωμαίους και από τους Βυζαντινούς (Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη). Ελληνικά μάρμαρα.Τα ελληνικά μάρμαρα παρουσιάζουν πολλές ποικιλίες και χρώματα. Από αυτά έχουν φιλοτεχνηθεί εξαιρετικά καλλιτεχνήματα και έχουν κατασκευαστεί ή διακοσμηθεί μνημεία και οικοδομήματα σε διάφορες χώρες του κόσμου. Τα κυριότερα από τα ελληνικά μ. είναι το περίφημο μ. της Πάρου (ο λυχνίτης ή λυχνεύς κατά την αρχαιότητα), από το οποίο έχουν κατασκευαστεί ο Ερμής του Πραξιτέλη, ο Ναός των Δελφών, το Πτι Παλέ στο Παρίσι κ.ά. Είναι περιζήτητο στη γλυπτική για τη λαμπρότητα που προσδίδει στα έργα τέχνης. Επίσης ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το λευκό μ. της Πεντέλης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τα κυριότερα μνημεία της Αθήνας κατά την αρχαιότητα, τα λευκά μ. της Θάσου, το λευκό ή ανοιχτότεφρο μ. της Νάξου (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη), τα πράσινα μ. της Σκύρου και της Τήνου (το περίφημο verde antico της αρχαιότητας), το κόκκινο μ. (rosso antico), στα Δημαριώτικα της Μάνης, πολύτιμη ποικιλία μ, ο κροκεάτης λίθος (πορφύρης), ο οποίος βρίσκεται στη Λακωνία, γνωστός από τους Ρωμαίους ως porfido verde, με πράσινο χρώμα (στο εμπόριο φέρεται ως μ., έχει όμως μεγάλη σκληρότητα, γι’ αυτό και είναι δύσκολος στην επεξεργασία του), ο πράσινος επίσης λατυποπαγής οφείτης, που βρίσκεται στη Θεσσαλία, από τον οποίο κατασκευάστηκαν οι μονόλιθοι της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, του Αγίου Παύλου και του Αγίου Ιωάννη στη Ρώμη, το κίτρινο μ. της Θήβας, τα ποικιλόχρωμα μ. της Ερέτριας, τα οποία παρουσιάζουν κόκκινες κηλίδες, το μ. της Άνδρου με κίτρινες κηλίδες, τα έγχρωμα μ. της Χίου, ο υποπράσινος σιπολίνης στα Στύρα Ευβοίας κ.ά. Δείγματα μαρμάρων: πράσινο. Δείγματα μαρμάρων: λατυποπαγές. Δείγματα μαρμάρων: κόκκινο (rosso antico). Δείγματα μαρμάρων: κίτρινο τιγροειδές. Δείγματα μαρμάρων: μαυροκίτρινο. Δείγματα μαρμάρων: αμυγδαλοειδής σιπολίνης. Ελληνικά μάρμαρα: Σκύρου· οι λευκές επιμήκεις λατύπες μαρμάρου είναι παράλληλες προς μία διεύθυνση και ο μεταξύ τους χώρος καταλαμβάνεται από ένα υλικό καστανόχρωμο έως εροθροϊώδες. Ελληνικά μάρμαρα: Ρόδου· ασβεστόλιθος με ανοιχτό μπεζ χρώμα, που διακόπτεται από φλεβίδια τεφρά έως μελανά. Ελληνικά μάρμαρα: Διαλισκάρης. Ελληνικά μάρμαρα: Λάρισας- «πράσινο μάρμαρο», που χρησιμοποιήθηκε πολύ κατά την αρχαιότητα, γνωστό ως «πράσινος θεσσαλικός ή ατράγιος λίθος» ή «verde antico»· πρόκειται για λατυποπαγές σερπεντινίτη - μάρμαρο με πρασινόμαυρες λατύπες σερπεντινίτη και λευκότεφρες μαρμάρου, διαφόρων διαστάσεων. Ελληνικά μάρμαρα: Μαραθώνα, κυανότερο, με κηλίδες και ταινίες σχεδόν μελανού χρώματος και κίτρινου. Ελληνικά μάρμαρα: Ερέτριας, με ζωηρά καστανέρυθρα χρώματα και ποικιλία σχεδίων. Ελληνικά μάρμαρα: Τήνου, «πράσινο μάρμαρο», το οποίο πετρογραφικώς είναι σερπεντινίτης, με φλεβίδια ασβεστίτη· στην αρχαιότητα ήταν γνωστό ως «οφίτης λίθος», εξαιτίας των ανώμαλων σχημάτων που του δίνουν όψη φιδιού. Ελληνικά μάρμαρα: Πεντέλης, λευκό· τα ερυθρωπά φλεβίδια οφείλονται σε αιματιτική και λειμονιτική σκόνη.
* * *
το (AM μάρμαρον, Μ και μάρμαρο)
σκληρό κρυσταλλικό ασβεστούχο πέτρωμα, λευκού ή άλλου χρώματος, το οποίο επιδέχεται λείανση και στίλβωση
νεοελλ.
1. μτφ. α) (για άνδρα) ισχυρός, σκληρός, δυνατός ή γενναίος («ποιός έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια», δημ. τραγούδι)
β) λευκός, κάτασπρος
γ) ψυχρός, παγωμένος («τα χέρια μου είναι μάρμαρο»)
2. φρ. «έμεινε μάρμαρο» — απολιθώθηκε, έμεινε άφωνος, αποσβολωμένος («μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός έμεινε μάρμαρο»)
νεοελλ.-μσν.
άγαλμα ή άλλο καλλιτέχνημα από μάρμαρο («Ελγίνεια μάρμαρα»)
μσν.
1. ταφόπλακα, επιτάφια στήλη
2. είδος πληγής στα πόδια τών όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάρμαρος με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάρμαρο — το 1. είδος σκληρού και γυαλιστερού πετρώματος με λευκό χρώμα και συχνά φλέβες διάφορων χρωμάτων. 2. φρ., «Απόμεινε μάρμαρο», απολιθώθηκε, έμεινε άφωνος και ακίνητος· «Στήθος μάρμαρο», δυνατό (για άντρες), πάρα πολύ λευκό (για γυναίκες)· «Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”